Πλημμυρίζει ο νους
από ναυάγια ηλεκτρισμένα
ακίνητη η πυξίδα
σε ταξίδια χιλιοειπωμένα.
Ρότα αίολη
στου κόσμου το βυθό
κάθομαι στην κουπαστή
κι αγναντεύω της σειρήνας τον καημό.
Χρυσά και μαλάματα
στην άκρη μιας ακτής
γίνηκαν άμμος
μάρτυρες μιας καθωσπρέπει φυλής.
Αφήνει τ΄ αγέρι
μήνυμα στον ουρανό
σ’ ένα μικρό αστέρι
που κρατάει της φωτιάς το θυμό.
Μες τα βήματα της λάμψης
μιας ματιάς στα πεταχτά
χάθηκε ο μίτος της σκέψης
στης μοίρας τα λευκά πανιά.