Στης βροχής το ταξίδι οι αναμνήσεις ανασαίνουν
σαν υδάτινες
φιγούρες χαϊδεύουν το τζάμι
κι η πνοή τους
ζωγραφίζεται παγωμένη νεκρή.
Στης λήθης τον
ουρανό οι αισθήσεις γεννιούνται
σαν άψυχα
κορμιά τριγυρίζουν τη νύχτα
κι η δίψα τους
χάνεται στο διάβα της αυγής.
Στη λαχτάρα των
ματιών θυσιάζεται η αλήθεια
σαν υπόσχεση
του «πάντα» του, «τώρα», του «ποτέ»
πεφταστέρια που
στοιχειώνουν τις πρωινές καλημέρες.
Δροσερές
βρόχινες στάλες ταξιδεύουν το νου
και η ματιά
χαμηλώνει στης ψυχής το «μέσα»
για να κρύψει
το πάθος που καίγεται
στης σιωπής το
θανατηφόρο μονόλογο.