Καλως ηρθατε !

Καθίστε αναπαυτικά και ας ταξιδέψουμε παρέα!

30/9/09

"Θυμάμαι..."




Περπατώ στους ίδιους δρόμους που χαράζουν τα βήματά σου, μυρίζω τον αέρα που χαϊδεύει το πρόσωπό σου, ατενίζω με το βλέμμα μου τα γαλάζια σκοτεινά νερά μιας θαλασσινής σιωπής … σε μια πολύβουη πόλη, ένας ουρανός φωτίζεται από περίτεχνα πυροτεχνήματα και πολύχρωμα λουλούδια γεμίζουν το σκοτάδι της νύχτας μου.
 Πολυσύχναστοι δρόμοι, πρόσωπα βιαστικά, όλα μικρά πιόνα σε μια ασπρόμαυρη σκακιέρα, αναζητώ τη μορφή στο πλήθος που με κάνει να χαμογελώ, μια ευτυχία σαν το αίμα που κυλά στις φλέβες μου…να θέλω να με συνεπαίρνει…
 Ένα φεγγάρι πεισματικά καρφιτσωμένο στο σκοτεινό ουράνιο καμβά, μου φέρνει και απόψε τη σκέψη σου, τόσο κοντά… μια ανάσα και η εικόνα να γίνεται χίλια κομμάτια μπροστά στην ατελείωτη προσμονή μιας ώρας ποθητής…μιας ώρας που τα ρολόγια σταματούν…και όλα γύρω σκιές ... φωνές άχρωμες... σαν μια φάρσα περίτεχνα καμωμένη…γελωτοποιοί και παλιάτσοι…να θέλουν να με αποσπούν… μάταια.
Σε μια πόλη που τα φώτα της ζαλίζουν και ο χρόνος προσπερνά το κουφάρι της λήθης… …σου μιλώ με τα σημάδια του ανέμου πάνω στο χάρτινο ένδυμα της αμμουδιάς. …σαν ο ήλιος αφήνει τη σκιά του…και τη σκυτάλη να παίρνει η σελήνη…ο χρόνος να μοιάζει …λίγος… πλάι μου ανατέλλεις τη μέρα μου…

26/9/09

¨Έρωτας στ΄αστέρια¨




Ποια θέλω σε φέρανε κοντά
ποια ανάγκη έσβησε τα βήματα
ποια εικόνα φανερώνει η ψυχή
ποιος μανδύας σ΄ έκρυψε στη σιωπή.

Ποια γη η ανάσα σου σκεπάζει
ποιος ουρανός τους δαίμονες κατευνάζει
ποια θάλασσα σου γυρεύει ταξίδια
ποια φωτιά σμιλεύει παραμύθια.

Ποια φωνή μιλάει με τη σιωπή
ποια ματιά διώχνει μακριά τη λύπη
ποιο κορμί γεννιέται απ’ το πόθο
ποια καρδιά ξέρει να πει τι νιώθω.

ένας πόθος νίκησε τη μοναξιά
ένας έρωτας ζει πια στ’ αστέρια
η αγάπη κρατάει μια κλωστή
και η νύχτα υφαίνει μια ιστορία αληθινή.




23/9/09

¨Το ανέφικτο ¨




Ώρες γήινες, ήχοι μοναξιάς
χτύποι ρολογιού, σημάδια μιας καρδιάς.

Μάτια που ψιθύρισαν γλώσσα ονειρική,
έλαμψαν, μα κάηκαν σε μια αιώνια στιγμή.

Χείλη που ψέλλισαν νότες μουσικής
φιλήματα μιας πίκρας, άδειας σιωπής.

Σώματα που λάτρεψαν το ανέφικτο άγγιγμα
πάλεψαν, μα κάηκαν στου έρωτα το αγνάντεμα.

22/9/09

"Ακόμα σε θυμάμαι"




Κοιτάζω το χρόνο αλητεύει ο καιρός
τα μάτια κόγχες στους αέρηδες του χθες
με διώχνει η μοίρα παγώνει ο θυμός
κι εγώ φεγγάρι άλικο στις σκοτεινές σου διαδρομές.

Αφέθηκες θύμηση να σημαδεύεις το νου
κόντρα στα πρέπει, στα ίσως στα γιατί
ανεξίτηλα χαϊδεύεις το κορμί του δειλινού
σαν φωτιά στην παγωνιά που έκαψε τη προσμονή.

Κοίταξε τον ήλιο κι άσε με να σε κοιτώ
σαν η νύχτα θα παίρνει τη σκυτάλη
το όνειρό μου ξανά στο σκοτάδι να βουτώ
κι έτσι να στήνω τη συνάντησή μας πάλι.

Δεν σε άφησα στιγμή απ΄ των χεριών μου την αφή
σαν αντίο γύρεψες να αφήσεις τη ματιά σου
σε λιμάνι καταφύγιο που γύρεψες απ΄ τη σιωπή
μα του ήλιου το πρωί ξεγύμνωσε τα όνειρά σου.

19/9/09

«Πύρινες σκέψεις»





Σκέψεις θολοί διαβάτες στο πέλαγο του νου
σαν κοφτερές λεπίδες αυλακώνουν τη σιωπή
έμαθες πια καρδιά μου το τέρμα του σταθμού
κι έμεινες μόνη να ορίζεις την οργή.



Άρνηση θέλησες ψυχή μου να προβάλλεις
μα ό,τι γεννήθηκε μια φορά η φλόγα καίει αιώνια
κι ακόμα σε αναζητά όσο κι αν αμφιβάλεις
όπως την κόλαση εύχονται κάθε λογής δαιμόνια.



Πλάι σε λόγια σου έχτιζα της πυρκαγιάς τα όνειρα
κύματα που έπλεκα στης αμμουδιάς τα δίχτυα
στα μάτια σου έβλεπα της δύσης χρώματα
νερομπογιές που δεν έβαψαν με τα πινέλα την αλήθεια.

18/9/09

" Όλα εσύ "



Όλα εσύ
τα όνειρα, οι πόθοι κι οι λυγμοί
κάστρα έχτισαν στης πόλης μου το χιόνι

Όλα εσύ
η προσμονή, ο έρωτας και της αγάπης η αφή
θέριεψαν της καρδιάς το λαβωμένο δάκρυ

Όλα εσύ
ο θάνατος, η ανάσταση, ο πόνος κι η σιωπή
κυρίεψαν τη λογική κι αντάριασαν τη λήθη

Όλα εσύ
η μέρα, η νύχτα, το αύριο, το χθες
κομμάτιασαν το χρόνο μαζί σου να ζω στιγμές.

Όλα εσύ
το άγνωστο, το οικείο μιας αφανής θυσίας το αντίο
αφέθηκες σιωπή να χαράζεις γραμμές στου έρωτα το βιβλίο.

15/9/09

"Αδύνατον"





Θέλω να φωνάξω δυνατά να μ’ ακούσεις
μα το στόμα βουβό και οι λέξεις κενές.
Θέλω τα χέρια μου ν’ αγγίξεις
μα τα δάχτυλα νεκρά και οι κινήσεις αδύναμες.
Θέλω να βλέπω μονάχα το βλέμμα σου
μα τα μάτια άδεια κλειδώσαν τις εικόνες στο χιόνι.
Θέλω να μυρίσω το άρωμα που αναδύει το κορμί σου
μα κι η αίσθηση αυτή άκυρη μένει να με στοιχειώνει.
Θέλω να νιώσω...μα κι αυτό ήταν παραμύθι
θέλω να κρυφτώ...σαν ήρωας σε παιδικό βιβλίο.
Θέλω να μυήσω τη ψυχή σε ταξίδι παγερό...τη λήθη
θέλω να πάψω το πόνο να κρατώ μες στα δυο μου χέρια σαν Βαγγέλιο.

4/9/09

«Τα πρέπει...»

Βλέπω ξεκάθαρα της αλήθειας τα έργα
κι η σκέψη ματώνει όταν η θύμησή σου πλανιέται στον αέρα.


Ζητάω στη νύχτα μου το ψέμα ν’ αναστηθεί
κι ας χαθώ στον άνεμο που θα φυσήξει το επόμενο πρωί.


Εγκληματίας στυγνός η σκέψη που φλέγεται εμπρός μου
μα θέλω να τρέξω να σ’ αγκαλιάσω κι αυτό είναι εχθρός μου.


Κλείνω τα μάτια...σφαλώ τις μνήμες...μάταια
η επαφή σου κλειδώθηκε μέσα μου σε σκοτεινά δωμάτια.


Σε ζητώ να έρχεσαι...να σ’ ακούω...να σε νιώθω
το μυαλό σκοντάφτει στα πρέπει και ζω μ’ αυτό το θάνατο πόθο.


Σ’ ακολουθώ σε κείνα τα όνειρα που πεθαίνουν κάθε νύχτα
κι η θλίψη βάφει της μέρας τα χρώματα που ποτέ δεν είδα.
 

3/9/09

¨Χαμένα όνειρα¨





Όνειρα που κλείστηκαν στα συρτάρια της μνήμης
Χαμένα σχέδια που τα πήρε η πρώτη βροχή του Φθινοπώρου
Αφέθηκαν στο κυκλώνα της σκιάς να μαγνητίζουν το δάκρυ
Να βασανίζουν
Τη θέληση, που στέκει κάτω από τη βροχή μόνη χωρίς να σαλεύει
Το μυαλό θολό απ΄ τις εικόνες
Η ψυχή άδεια χωρίς ζεστή γωνιά για να αποθέσει το κορμί της
Η καρδιά...έμαθε...σαν καλοκουρδισμένη κιθάρα να συνθέτει τις νότες της...χωρίς να υπάρχει τραγούδι, χωρίς να υπάρχουν λόγια...μελωδία, χωρίς ήχο στης σιωπής την κραυγή.
Ένα φωτεινό αστέρι έλαμψε στο σκοτάδι...μα κάηκαν τα φτερά του κι έπεσε λαβωμένος στη γη...
Ένας έρωτας γεννήθηκε...χωρίς ανάσα.
Ένας έρωτας θέριεψε μες στη σιωπή, με πυξίδα όνειρα νεκρά...
Ένας έρωτας σα γερασμένο παιδί...που δεν παίζει με παιχνίδια...
Ένας έρωτας σαν ζωντανός νεκρός κρέμεται απ΄ τα μάτια κι αλητεύει στα δικά μου σκοτάδια, στις σιωπές στήνει ιστορίες σαν σκιές...
Ένας έρωτας που τον καταράστηκαν οι μοίρες της τύχης...γιατί ζήλεψε τη ζωή.

1/9/09

«Όταν η σκέψη ταξιδεύει...»


Αφήνω σκόρπιες τις λέξεις
να φτιάξουν του πόθου ταξίδι
με οδηγό τον άνεμο
να σκορπίζει αισθήσεις στης νύχτας το φως.
Εγκατέλειψα τα θέλω στο νησί της λογικής
αιώνια ναυαγοί να βασανίζουν μια σκέψη.
Λαχτάρισα στης θάλασσας το κύμα αφημένα αρώματα χρώματα
που η παλίρροια τα πήρε μακριά.
Φόβος ανείπωτος έκρυψε της ψυχής επιθυμίες
χαμένος νικητής η ζωή
τριγυρνά στα σκιερά σοκάκια
μιας άγνωστης πόλης
εκεί συχνάζουν όσοι δεν σε είδαν κατάματα ζωή
όσοι έκαναν λάβαρο την ασφάλεια ... τη σιωπή
όσοι έμειναν νοσταλγοί μιας φύσης μοιραίας
στο κατώφλι της μέρας
που ο ήλιος δεν πρόλαβε να αγγίξει τον ορίζοντα
της όχθης που δεν  έφτασαν
και  ο ποταμός έκρυψε στα κρύα νερά του τα λόγια που ειπώθηκαν.
Κοφτερό μαχαίρι απομένει η ανάμνηση
ενός περίπατου γύρω απ΄ το ασημένιο φεγγάρι
ο νους πεισματικά σταμάτησε σ΄ αυτές τις ώρες
της διπλής μοναξιάς
αφαιρώντας τα στολίδια της νύχτας
βλέπεις μια μάγισσα να σου κλέβει τη ζωή
σαν αντάλλαγμα για όσα ένιωσες
μικρή δέηση στη φύση η συνάντηση μας.