Σαν νιογέννητα μοιάζουν πουλιά
που εξαναγκάστηκαν
να πετάξουν
μέσα σε σκληρή
καταιγίδα
ατσάλωσαν το ράμφος
και τα φτερά
ακόνισαν τα νύχια
για να γραπώνονται
με ασφάλεια στους ανέμους
σφάλισαν διπλά στα
σωθικά την καρδιά
ν’ αντέχει στην
παγωνιά του καιρού
και πετάνε σε
σύννεφα μοναξιάς
σ’ έναν ουρανό που
δεν χορταίνει την επιθυμία
σ’ έναν ορίζοντα που
έσβησε τα όνειρα
σ’ ένα αύριο που
μοιάζει επανάληψη
μα δες, αλλάζουν τα
μάτια τους
όταν του ήλιου οι
ακτίνες
σαν χάδι ψηλαφίσουν τα
φτερά τους
και μικρά γυαλιστερά
πετράδια
λαμπυρίζουν στα
μάτια τους
μα δες, ένας ολάκερος
φωτεινός ουρανός
λάμπει στο πρόσωπό τους
τι κι αν έπεσαν
τι κι αν κόπηκαν
τα φτερά τους χιλιάδες
φορές
βρίσκουν ούριο άνεμο
όταν επαναπροσδιορίσουν
την πυξίδα τους στον
κόσμο
βρίσκοντας τη θέση τους
σ’ αυτόν.